απιθανότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απιθανότητα • (apithanótita) f (plural απιθανότητες)
Declension
[edit]Declension of απιθανότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απιθανότητα • | απιθανότητες • |
genitive | απιθανότητας • | απιθανοτήτων • |
accusative | απιθανότητα • | απιθανότητες • |
vocative | απιθανότητα • | απιθανότητες • |
Related terms
[edit]- see: απίθανος (apíthanos, “unlikely”, adjective)