απιθανότητα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απιθανότητα • (apithanótita) f (plural απιθανότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απιθανότητα (apithanótita) | απιθανότητες (apithanótites) |
genitive | απιθανότητας (apithanótitas) | απιθανοτήτων (apithanotíton) |
accusative | απιθανότητα (apithanótita) | απιθανότητες (apithanótites) |
vocative | απιθανότητα (apithanótita) | απιθανότητες (apithanótites) |
Related terms
[edit]- see: απίθανος (apíthanos, “unlikely”, adjective)