Jump to content

αξιολογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French axiologique. By surface analysis, αξιολογ(ία) (axiolog(ía)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Adjective

[edit]

αξιολογικός (axiologikósm (feminine αξιολογικη, neuter αξιολογικό)

  1. axiological
  2. evaluative

Declension

[edit]
Declension of αξιολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιολογικός (axiologikós) αξιολογική (axiologikí) αξιολογικό (axiologikó) αξιολογικοί (axiologikoí) αξιολογικές (axiologikés) αξιολογικά (axiologiká)
genitive αξιολογικού (axiologikoú) αξιολογικής (axiologikís) αξιολογικού (axiologikoú) αξιολογικών (axiologikón) αξιολογικών (axiologikón) αξιολογικών (axiologikón)
accusative αξιολογικό (axiologikó) αξιολογική (axiologikí) αξιολογικό (axiologikó) αξιολογικούς (axiologikoús) αξιολογικές (axiologikés) αξιολογικά (axiologiká)
vocative αξιολογικέ (axiologiké) αξιολογική (axiologikí) αξιολογικό (axiologikó) αξιολογικοί (axiologikoí) αξιολογικές (axiologikés) αξιολογικά (axiologiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιολογικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιολογικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ αξιολογικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language