Jump to content

αξιοθρήνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αξιο- (axio-, worthy, deserving) +‎ θρηνώ (thrinó, to mourn, to lament) +‎ -τος (-tos). First attested 1852.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aksioˈθɾinitos/
  • Hyphenation: α‧ξι‧ο‧θρή‧νη‧τος

Adjective

[edit]

αξιοθρήνητος (axiothrínitosm (feminine αξιοθρήνητη, neuter αξιοθρήνητο)

  1. pitiful, pitiable
  2. deplorable

Declension

[edit]
Declension of αξιοθρήνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοθρήνητος (axiothrínitos) αξιοθρήνητη (axiothríniti) αξιοθρήνητο (axiothrínito) αξιοθρήνητοι (axiothrínitoi) αξιοθρήνητες (axiothrínites) αξιοθρήνητα (axiothrínita)
genitive αξιοθρήνητου (axiothrínitou) αξιοθρήνητης (axiothrínitis) αξιοθρήνητου (axiothrínitou) αξιοθρήνητων (axiothríniton) αξιοθρήνητων (axiothríniton) αξιοθρήνητων (axiothríniton)
accusative αξιοθρήνητο (axiothrínito) αξιοθρήνητη (axiothríniti) αξιοθρήνητο (axiothrínito) αξιοθρήνητους (axiothrínitous) αξιοθρήνητες (axiothrínites) αξιοθρήνητα (axiothrínita)
vocative αξιοθρήνητε (axiothrínite) αξιοθρήνητη (axiothríniti) αξιοθρήνητο (axiothrínito) αξιοθρήνητοι (axiothrínitoi) αξιοθρήνητες (axiothrínites) αξιοθρήνητα (axiothrínita)

Synonyms

[edit]