Jump to content

αξιολύπητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αξιο- (axio-, worthy, deserving) +‎ λύπη (lýpi, sorrow, sadness) +‎ -τος (-tos). First attested 1817.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aksioˈlipitos/
  • Hyphenation: α‧ξι‧ο‧λύ‧πη‧τος

Adjective

[edit]

αξιολύπητος (axiolýpitosm (feminine αξιολύπητη, neuter αξιολύπητο)

  1. pitiful, pitiable
    Synonym: αξιοθρήνητος (axiothrínitos)

Declension

[edit]
Declension of αξιολύπητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιολύπητος (axiolýpitos) αξιολύπητη (axiolýpiti) αξιολύπητο (axiolýpito) αξιολύπητοι (axiolýpitoi) αξιολύπητες (axiolýpites) αξιολύπητα (axiolýpita)
genitive αξιολύπητου (axiolýpitou) αξιολύπητης (axiolýpitis) αξιολύπητου (axiolýpitou) αξιολύπητων (axiolýpiton) αξιολύπητων (axiolýpiton) αξιολύπητων (axiolýpiton)
accusative αξιολύπητο (axiolýpito) αξιολύπητη (axiolýpiti) αξιολύπητο (axiolýpito) αξιολύπητους (axiolýpitous) αξιολύπητες (axiolýpites) αξιολύπητα (axiolýpita)
vocative αξιολύπητε (axiolýpite) αξιολύπητη (axiolýpiti) αξιολύπητο (axiolýpito) αξιολύπητοι (axiolýpitoi) αξιολύπητες (axiolýpites) αξιολύπητα (axiolýpita)