Jump to content

αξεδιάλυτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξεδιάλυτος (axediálytosm (feminine αξεδιάλυτη, neuter αξεδιάλυτο)

  1. unsolvable, insoluble (problem, mystery, crime, etc)
    Coordinate terms: άλυτος (álytos), αδιάλυτος (adiálytos)

Declension

[edit]
Declension of αξεδιάλυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξεδιάλυτος (axediálytos) αξεδιάλυτη (axediályti) αξεδιάλυτο (axediályto) αξεδιάλυτοι (axediálytoi) αξεδιάλυτες (axediálytes) αξεδιάλυτα (axediályta)
genitive αξεδιάλυτου (axediálytou) αξεδιάλυτης (axediálytis) αξεδιάλυτου (axediálytou) αξεδιάλυτων (axediályton) αξεδιάλυτων (axediályton) αξεδιάλυτων (axediályton)
accusative αξεδιάλυτο (axediályto) αξεδιάλυτη (axediályti) αξεδιάλυτο (axediályto) αξεδιάλυτους (axediálytous) αξεδιάλυτες (axediálytes) αξεδιάλυτα (axediályta)
vocative αξεδιάλυτε (axediályte) αξεδιάλυτη (axediályti) αξεδιάλυτο (axediályto) αξεδιάλυτοι (axediálytoi) αξεδιάλυτες (axediálytes) αξεδιάλυτα (axediályta)