ανόμημα
Jump to navigation
Jump to search
ανόμημα • (anómima) n (plural ανομήματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανόμημα • | ανομήματα • |
genitive | ανομήματος • | ανομημάτων • |
accusative | ανόμημα • | ανομήματα • |
vocative | ανόμημα • | ανομήματα • |