Jump to content

ανομία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανομία (anomían (uncountable)

  1. lawlessness

Declension

[edit]
Declension of ανομία
singular plural
nominative ανομία (anomía) ανομίες (anomíes)
genitive ανομίας (anomías) ανομιών (anomión)
accusative ανομία (anomía) ανομίες (anomíes)
vocative ανομία (anomía) ανομίες (anomíes)
[edit]