ανομοθέτητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανομοθέτητος • (anomothétitos) m (feminine ανομοθέτητη, neuter ανομοθέτητο)
Declension
[edit]Declension of ανομοθέτητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανομοθέτητος • | ανομοθέτητη • | ανομοθέτητο • | ανομοθέτητοι • | ανομοθέτητες • | ανομοθέτητα • |
genitive | ανομοθέτητου • | ανομοθέτητης • | ανομοθέτητου • | ανομοθέτητων • | ανομοθέτητων • | ανομοθέτητων • |
accusative | ανομοθέτητο • | ανομοθέτητη • | ανομοθέτητο • | ανομοθέτητους • | ανομοθέτητες • | ανομοθέτητα • |
vocative | ανομοθέτητε • | ανομοθέτητη • | ανομοθέτητο • | ανομοθέτητοι • | ανομοθέτητες • | ανομοθέτητα • |