Jump to content

ανυπότακτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ανυπότακτος (anypótaktosm (feminine ανυπότακτη, neuter ανυπότακτο)

  1. undisciplined, unruly, insubordinate
  2. rebellious, refractory
  3. draft dodging
  4. (substantively) draft dodger

Declension

[edit]
Declension of ανυπότακτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυπότακτος (anypótaktos) ανυπότακτη (anypótakti) ανυπότακτο (anypótakto) ανυπότακτοι (anypótaktoi) ανυπότακτες (anypótaktes) ανυπότακτα (anypótakta)
genitive ανυπότακτου (anypótaktou) ανυπότακτης (anypótaktis) ανυπότακτου (anypótaktou) ανυπότακτων (anypótakton) ανυπότακτων (anypótakton) ανυπότακτων (anypótakton)
accusative ανυπότακτο (anypótakto) ανυπότακτη (anypótakti) ανυπότακτο (anypótakto) ανυπότακτους (anypótaktous) ανυπότακτες (anypótaktes) ανυπότακτα (anypótakta)
vocative ανυπότακτε (anypótakte) ανυπότακτη (anypótakti) ανυπότακτο (anypótakto) ανυπότακτοι (anypótaktoi) ανυπότακτες (anypótaktes) ανυπότακτα (anypótakta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπότακτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπότακτος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]