Jump to content

ανυποταξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανυποταξία (anypotaxíaf (plural ανυποταξίες)

  1. disobedience, insubordination

Declension

[edit]
Declension of ανυποταξία
singular plural
nominative ανυποταξία (anypotaxía) ανυποταξίες (anypotaxíes)
genitive ανυποταξίας (anypotaxías) -
accusative ανυποταξία (anypotaxía) ανυποταξίες (anypotaxíes)
vocative ανυποταξία (anypotaxía) ανυποταξίες (anypotaxíes)
[edit]