Jump to content

αντωνυμικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντωνυμικός (antonymikósm (feminine αντωνυμική, neuter αντωνυμικό)

  1. (grammar) pronominal

Declension

[edit]
Declension of αντωνυμικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντωνυμικός (antonymikós) αντωνυμική (antonymikí) αντωνυμικό (antonymikó) αντωνυμικοί (antonymikoí) αντωνυμικές (antonymikés) αντωνυμικά (antonymiká)
genitive αντωνυμικού (antonymikoú) αντωνυμικής (antonymikís) αντωνυμικού (antonymikoú) αντωνυμικών (antonymikón) αντωνυμικών (antonymikón) αντωνυμικών (antonymikón)
accusative αντωνυμικό (antonymikó) αντωνυμική (antonymikí) αντωνυμικό (antonymikó) αντωνυμικούς (antonymikoús) αντωνυμικές (antonymikés) αντωνυμικά (antonymiká)
vocative αντωνυμικέ (antonymiké) αντωνυμική (antonymikí) αντωνυμικό (antonymikó) αντωνυμικοί (antonymikoí) αντωνυμικές (antonymikés) αντωνυμικά (antonymiká)
[edit]