Jump to content

αντισυνταγματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντισυνταγματικός (antisyntagmatikósm (feminine αντισυνταγματική, neuter αντισυνταγματικό)

  1. unconstitutional, anticonstitutional
    Antonym: συνταγματικός (syntagmatikós)

Declension

[edit]
Declension of αντισυνταγματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισυνταγματικός (antisyntagmatikós) αντισυνταγματική (antisyntagmatikí) αντισυνταγματικό (antisyntagmatikó) αντισυνταγματικοί (antisyntagmatikoí) αντισυνταγματικές (antisyntagmatikés) αντισυνταγματικά (antisyntagmatiká)
genitive αντισυνταγματικού (antisyntagmatikoú) αντισυνταγματικής (antisyntagmatikís) αντισυνταγματικού (antisyntagmatikoú) αντισυνταγματικών (antisyntagmatikón) αντισυνταγματικών (antisyntagmatikón) αντισυνταγματικών (antisyntagmatikón)
accusative αντισυνταγματικό (antisyntagmatikó) αντισυνταγματική (antisyntagmatikí) αντισυνταγματικό (antisyntagmatikó) αντισυνταγματικούς (antisyntagmatikoús) αντισυνταγματικές (antisyntagmatikés) αντισυνταγματικά (antisyntagmatiká)
vocative αντισυνταγματικέ (antisyntagmatiké) αντισυνταγματική (antisyntagmatikí) αντισυνταγματικό (antisyntagmatikó) αντισυνταγματικοί (antisyntagmatikoí) αντισυνταγματικές (antisyntagmatikés) αντισυνταγματικά (antisyntagmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντισυνταγματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντισυνταγματικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]