αντισυνταγματικά
Appearance
Greek
[edit]Adverb
[edit]αντισυνταγματικά • (antisyntagmatiká)
- unconstitutionally, anticonstitutionally
- Antonym: συνταγματικά (syntagmatiká)
Related terms
[edit]- see: αντισυνταγματικός (antisyntagmatikós, “unconstitutional”, adjective) and σύνταγμα n (sýntagma, “constitution”)