From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
αντισταθμίζω • (antistathmízo ) (past αντιστάθμισα , passive αντισταθμίζομαι )
to counterbalance , make to balance
( finance ) to make to balance ( a budget or balance sheet )
αντισταθμίζω αντισταθμίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αντισταθμίζω
αντισταθμίσω
αντισταθμίζομαι
αντισταθμιστώ
2 sg
αντισταθμίζεις
αντισταθμίσεις
αντισταθμίζεσαι
αντισταθμιστείς
3 sg
αντισταθμίζει
αντισταθμίσει
αντισταθμίζεται
αντισταθμιστεί
1 pl
αντισταθμίζουμε , [‑ομε ]
αντισταθμίσουμε , [‑ομε ]
αντισταθμιζόμαστε
αντισταθμιστούμε
2 pl
αντισταθμίζετε
αντισταθμίσετε
αντισταθμίζεστε , αντισταθμιζόσαστε
αντισταθμιστείτε
3 pl
αντισταθμίζουν (ε )
αντισταθμίσουν (ε )
αντισταθμίζονται
αντισταθμιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αντιστάθμιζα
αντιστάθμισα
αντισταθμιζόμουν (α )
αντισταθμίστηκα
2 sg
αντιστάθμιζες
αντιστάθμισες
αντισταθμιζόσουν (α )
αντισταθμίστηκες
3 sg
αντιστάθμιζε
αντιστάθμισε
αντισταθμιζόταν (ε )
αντισταθμίστηκε
1 pl
αντισταθμίζαμε
αντισταθμίσαμε
αντισταθμιζόμασταν , (‑όμαστε )
αντισταθμιστήκαμε
2 pl
αντισταθμίζατε
αντισταθμίσατε
αντισταθμιζόσασταν , (‑όσαστε )
αντισταθμιστήκατε
3 pl
αντιστάθμιζαν , αντισταθμίζαν (ε )
αντιστάθμισαν , αντισταθμίσαν (ε )
αντισταθμίζονταν , (αντισταθμιζόντουσαν )
αντισταθμίστηκαν , αντισταθμιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αντισταθμίζω ➤
θα αντισταθμίσω ➤
θα αντισταθμίζομαι ➤
θα αντισταθμιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αντισταθμίζεις , …
θα αντισταθμίσεις , …
θα αντισταθμίζεσαι , …
θα αντισταθμιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αντισταθμίσει έχω, έχεις, … αντισταθμισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αντισταθμιστεί είμαι , είσαι , … αντισταθμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αντισταθμίσει είχα, είχες, … αντισταθμισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αντισταθμιστεί ήμουν , ήσουν , … αντισταθμισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αντισταθμίσει θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αντισταθμισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αντιστάθμιζε
αντιστάθμισε
—
αντισταθμίσου
2 pl
αντισταθμίζετε
αντισταθμίστε
αντισταθμίζεστε
αντισταθμιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αντισταθμίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αντισταθμίσει ➤
αντισταθμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αντισταθμίσει
αντισταθμιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.