αντισταθμίζομαι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αντισταθμίζομαι (antistathmízomai) (past αντισταθμίστηκα, active αντισταθμίζω)

  1. passive of αντισταθμίζω (antistathmízo)

Conjugation

[edit]
see this verb's full conjugation at: αντισταθμίζω (antistathmízo)