αντισταθμίζομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αντισταθμίζομαι • (antistathmízomai) (past αντισταθμίστηκα, active αντισταθμίζω)
- passive of αντισταθμίζω (antistathmízo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αντισταθμίζω (antistathmízo)