From Wiktionary, the free dictionary
ισοσκελίζω • (isoskelízo ) (past ισοσκέλισα , passive ισοσκελίζομαι )
( finance ) to balance ( a budget or balance sheet )
ισοσκελίζω ισοσκελίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ισοσκελίζω
ισοσκελίσω
ισοσκελίζομαι
ισοσκελιστώ
2 sg
ισοσκελίζεις
ισοσκελίσεις
ισοσκελίζεσαι
ισοσκελιστείς
3 sg
ισοσκελίζει
ισοσκελίσει
ισοσκελίζεται
ισοσκελιστεί
1 pl
ισοσκελίζουμε , [‑ομε ]
ισοσκελίσουμε , [‑ομε ]
ισοσκελιζόμαστε
ισοσκελιστούμε
2 pl
ισοσκελίζετε
ισοσκελίσετε
ισοσκελίζεστε , ισοσκελιζόσαστε
ισοσκελιστείτε
3 pl
ισοσκελίζουν (ε )
ισοσκελίσουν (ε )
ισοσκελίζονται
ισοσκελιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ισοσκέλιζα
ισοσκέλισα
ισοσκελιζόμουν (α )
ισοσκελίστηκα
2 sg
ισοσκέλιζες
ισοσκέλισες
ισοσκελιζόσουν (α )
ισοσκελίστηκες
3 sg
ισοσκέλιζε
ισοσκέλισε
ισοσκελιζόταν (ε )
ισοσκελίστηκε
1 pl
ισοσκελίζαμε
ισοσκελίσαμε
ισοσκελιζόμασταν , (‑όμαστε )
ισοσκελιστήκαμε
2 pl
ισοσκελίζατε
ισοσκελίσατε
ισοσκελιζόσασταν , (‑όσαστε )
ισοσκελιστήκατε
3 pl
ισοσκέλιζαν , ισοσκελίζαν (ε )
ισοσκέλισαν , ισοσκελίσαν (ε )
ισοσκελίζονταν , (ισοσκελιζόντουσαν )
ισοσκελίστηκαν , ισοσκελιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ισοσκελίζω ➤
θα ισοσκελίσω ➤
θα ισοσκελίζομαι ➤
θα ισοσκελιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ισοσκελίζεις , …
θα ισοσκελίσεις , …
θα ισοσκελίζεσαι , …
θα ισοσκελιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ισοσκελίσει έχω, έχεις, … ισοσκελισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ισοσκελιστεί είμαι , είσαι , … ισοσκελισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ισοσκελίσει είχα, είχες, … ισοσκελισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ισοσκελιστεί ήμουν , ήσουν , … ισοσκελισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ισοσκελίσει θα έχω, θα έχεις, … ισοσκελισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ισοσκελιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ισοσκελισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ισοσκέλιζε
ισοσκέλισε
—
ισοσκελίσου
2 pl
ισοσκελίζετε
ισοσκελίστε
ισοσκελίζεστε
ισοσκελιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ισοσκελίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ισοσκελίσει ➤
ισοσκελισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ισοσκελίσει
ισοσκελιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.