αντιστάθμιση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιστάθμιση • (antistáthmisi) f (plural αντισταθμίσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιστάθμιση (antistáthmisi) | αντισταθμίσεις (antistathmíseis) |
genitive | αντιστάθμισης (antistáthmisis) | αντισταθμίσεων (antistathmíseon) |
accusative | αντιστάθμιση (antistáthmisi) | αντισταθμίσεις (antistathmíseis) |
vocative | αντιστάθμιση (antistáthmisi) | αντισταθμίσεις (antistathmíseis) |
Older or formal genitive singular: αντισταθμίσεως (antistathmíseos)
Related terms
[edit]- see: αντισταθμίζω (antistathmízo, “to counterbalance”)