αντιπαχυντικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αντι- (anti-, “anti-”) + παχυντικός (pachyntikós, “fattening”), a calque of English non-fattening.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αντιπαχυντικός • (antipachyntikós) m (feminine αντιπαχυντική, neuter αντιπαχυντικό)
- literally: anti/contra-fattening; promoting weight loss, (weight) reducing, hence, non-fattening
- Antonym: παχυντικός (pachyntikós)
- αντιπαχυντικές μέθοδοι ― antipachyntikés méthodoi ― methods against fattening
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπαχυντικός (antipachyntikós) | αντιπαχυντική (antipachyntikí) | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντικοί (antipachyntikoí) | αντιπαχυντικές (antipachyntikés) | αντιπαχυντικά (antipachyntiká) | |
genitive | αντιπαχυντικού (antipachyntikoú) | αντιπαχυντικής (antipachyntikís) | αντιπαχυντικού (antipachyntikoú) | αντιπαχυντικών (antipachyntikón) | αντιπαχυντικών (antipachyntikón) | αντιπαχυντικών (antipachyntikón) | |
accusative | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντική (antipachyntikí) | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντικούς (antipachyntikoús) | αντιπαχυντικές (antipachyntikés) | αντιπαχυντικά (antipachyntiká) | |
vocative | αντιπαχυντικέ (antipachyntiké) | αντιπαχυντική (antipachyntikí) | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντικοί (antipachyntikoí) | αντιπαχυντικές (antipachyntikés) | αντιπαχυντικά (antipachyntiká) |
Related terms
[edit]- παχυντικός (pachyntikós, “fattening”)
- and see: παχύς (pachýs, “fat”)
Further reading
[edit]- αντιπαχυντικός - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αντιπαχυντικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language