Jump to content

παχυντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παχυντικός (pachyntikósm (feminine παχυντική, neuter παχυντικό)

  1. fattening
    Antonym: αντιπαχυντικός (antipachyntikós)

Declension

[edit]
Declension of παχυντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παχυντικός (pachyntikós) παχυντική (pachyntikí) παχυντικό (pachyntikó) παχυντικοί (pachyntikoí) παχυντικές (pachyntikés) παχυντικά (pachyntiká)
genitive παχυντικού (pachyntikoú) παχυντικής (pachyntikís) παχυντικού (pachyntikoú) παχυντικών (pachyntikón) παχυντικών (pachyntikón) παχυντικών (pachyntikón)
accusative παχυντικό (pachyntikó) παχυντική (pachyntikí) παχυντικό (pachyntikó) παχυντικούς (pachyntikoús) παχυντικές (pachyntikés) παχυντικά (pachyntiká)
vocative παχυντικέ (pachyntiké) παχυντική (pachyntikí) παχυντικό (pachyntikó) παχυντικοί (pachyntikoí) παχυντικές (pachyntikés) παχυντικά (pachyntiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παχυντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παχυντικός, etc.)