Jump to content

αντιλάμπισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιλάμπισμα (antilámpisman (plural αντιλαμπίσματα)

  1. gleam, glow, shine
    Synonym: λάμψη (lámpsi)
  2. radiation
    Synonym: ακτινοβολία (aktinovolía)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιλάμπισμα (antilámpisma) αντιλαμπίσματα (antilampísmata)
genitive αντιλαμπίσματος (antilampísmatos) αντιλαμπισμάτων (antilampismáton)
accusative αντιλάμπισμα (antilámpisma) αντιλαμπίσματα (antilampísmata)
vocative αντιλάμπισμα (antilámpisma) αντιλαμπίσματα (antilampísmata)
[edit]

Further reading

[edit]