αντιεμετικός
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αντεμετικός (antemetikós)
Adjective
[edit]αντιεμετικός • (antiemetikós) m (feminine αντιεμετική, neuter αντιεμετικό)
- (medicine) antiemetic, antemetic
- Antonym: εμετικός (emetikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιεμετικός (antiemetikós) | αντιεμετική (antiemetikí) | αντιεμετικό (antiemetikó) | αντιεμετικοί (antiemetikoí) | αντιεμετικές (antiemetikés) | αντιεμετικά (antiemetiká) | |
genitive | αντιεμετικού (antiemetikoú) | αντιεμετικής (antiemetikís) | αντιεμετικού (antiemetikoú) | αντιεμετικών (antiemetikón) | αντιεμετικών (antiemetikón) | αντιεμετικών (antiemetikón) | |
accusative | αντιεμετικό (antiemetikó) | αντιεμετική (antiemetikí) | αντιεμετικό (antiemetikó) | αντιεμετικούς (antiemetikoús) | αντιεμετικές (antiemetikés) | αντιεμετικά (antiemetiká) | |
vocative | αντιεμετικέ (antiemetiké) | αντιεμετική (antiemetikí) | αντιεμετικό (antiemetikó) | αντιεμετικοί (antiemetikoí) | αντιεμετικές (antiemetikés) | αντιεμετικά (antiemetiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεμετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεμετικός, etc.)
Related terms
[edit]- see: εμετός m (emetós, “vomiting, nausea”)