Jump to content

αντιεμετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αντιεμετικός (antiemetikósm (feminine αντιεμετική, neuter αντιεμετικό)

  1. (medicine) antiemetic, antemetic
    Antonym: εμετικός (emetikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιεμετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεμετικός (antiemetikós) αντιεμετική (antiemetikí) αντιεμετικό (antiemetikó) αντιεμετικοί (antiemetikoí) αντιεμετικές (antiemetikés) αντιεμετικά (antiemetiká)
genitive αντιεμετικού (antiemetikoú) αντιεμετικής (antiemetikís) αντιεμετικού (antiemetikoú) αντιεμετικών (antiemetikón) αντιεμετικών (antiemetikón) αντιεμετικών (antiemetikón)
accusative αντιεμετικό (antiemetikó) αντιεμετική (antiemetikí) αντιεμετικό (antiemetikó) αντιεμετικούς (antiemetikoús) αντιεμετικές (antiemetikés) αντιεμετικά (antiemetiká)
vocative αντιεμετικέ (antiemetiké) αντιεμετική (antiemetikí) αντιεμετικό (antiemetikó) αντιεμετικοί (antiemetikoí) αντιεμετικές (antiemetikés) αντιεμετικά (antiemetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεμετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεμετικός, etc.)

[edit]