Jump to content

εμετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εμετικός (emetikósm (feminine εμετική, neuter εμετικό)

  1. (medicine) emetic
    Antonym: αντεμετικός (antemetikós)

Declension

[edit]
Declension of εμετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμετικός (emetikós) εμετική (emetikí) εμετικό (emetikó) εμετικοί (emetikoí) εμετικές (emetikés) εμετικά (emetiká)
genitive εμετικού (emetikoú) εμετικής (emetikís) εμετικού (emetikoú) εμετικών (emetikón) εμετικών (emetikón) εμετικών (emetikón)
accusative εμετικό (emetikó) εμετική (emetikí) εμετικό (emetikó) εμετικούς (emetikoús) εμετικές (emetikés) εμετικά (emetiká)
vocative εμετικέ (emetiké) εμετική (emetikí) εμετικό (emetikó) εμετικοί (emetikoí) εμετικές (emetikés) εμετικά (emetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εμετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εμετικός, etc.)

[edit]