αντιβιοτικό
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αντιβιωτικό (antiviotikó)
Noun
[edit]αντιβιοτικό • (antiviotikó) n (plural αντιβιοτικά)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιβιοτικό (antiviotikó) | αντιβιοτικά (antiviotiká) |
genitive | αντιβιοτικού (antiviotikoú) | αντιβιοτικών (antiviotikón) |
accusative | αντιβιοτικό (antiviotikó) | αντιβιοτικά (antiviotiká) |
vocative | αντιβιοτικό (antiviotikó) | αντιβιοτικά (antiviotiká) |
Synonyms
[edit]- αντιβίωση f (antivíosi)
Further reading
[edit]- αντιβιοτικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Adjective
[edit]αντιβιοτικό • (antiviotikó)
- accusative masculine singular of αντιβιοτικός (antiviotikós)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of αντιβιοτικός (antiviotikós)