Jump to content

αντιβιοτικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αντιβιοτικό (antiviotikón (plural αντιβιοτικά)

  1. (pharmacology) antibiotic

Declension

[edit]
Declension of αντιβιοτικό
singular plural
nominative αντιβιοτικό (antiviotikó) αντιβιοτικά (antiviotiká)
genitive αντιβιοτικού (antiviotikoú) αντιβιοτικών (antiviotikón)
accusative αντιβιοτικό (antiviotikó) αντιβιοτικά (antiviotiká)
vocative αντιβιοτικό (antiviotikó) αντιβιοτικά (antiviotiká)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]

Adjective

[edit]

αντιβιοτικό (antiviotikó)

  1. accusative masculine singular of αντιβιοτικός (antiviotikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of αντιβιοτικός (antiviotikós)