Jump to content

αντιβίωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιβίωση (antivíosif (plural αντιβιώσεις)

  1. (pharmacology) antibiotic

Declension

[edit]
Declension of αντιβίωση
singular plural
nominative αντιβίωση (antivíosi) αντιβιώσεις (antivióseis)
genitive αντιβίωσης (antivíosis) αντιβιώσεων (antivióseon)
accusative αντιβίωση (antivíosi) αντιβιώσεις (antivióseis)
vocative αντιβίωση (antivíosi) αντιβιώσεις (antivióseis)

Older or formal genitive singular: αντιβιώσεως (antivióseos)

Synonyms

[edit]