Jump to content

ανταπόκριση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανταπόκριση (antapókrisif (plural ανταποκρίσεις)

  1. response
  2. correspondence

Declension

[edit]
Declension of ανταπόκριση
singular plural
nominative ανταπόκριση (antapókrisi) ανταποκρίσεις (antapokríseis)
genitive ανταπόκρισης (antapókrisis) ανταποκρίσεων (antapokríseon)
accusative ανταπόκριση (antapókrisi) ανταποκρίσεις (antapokríseis)
vocative ανταπόκριση (antapókrisi) ανταποκρίσεις (antapokríseis)

Older or formal genitive singular: ανταποκρίσεως (antapokríseos)

[edit]