Jump to content

αντίχριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντίχριστος (antíchristosm (feminine αντίχριστη, neuter αντίχριστο)

  1. antichrist
  2. (by extension) hardhearted, unrighteous
  3. (by extension), (dated): of a different religion, not a Christian

Declension

[edit]
Declension of αντίχριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντίχριστος (antíchristos) αντίχριστη (antíchristi) αντίχριστο (antíchristo) αντίχριστοι (antíchristoi) αντίχριστες (antíchristes) αντίχριστα (antíchrista)
genitive αντίχριστου (antíchristou) αντίχριστης (antíchristis) αντίχριστου (antíchristou) αντίχριστων (antíchriston) αντίχριστων (antíchriston) αντίχριστων (antíchriston)
accusative αντίχριστο (antíchristo) αντίχριστη (antíchristi) αντίχριστο (antíchristo) αντίχριστους (antíchristous) αντίχριστες (antíchristes) αντίχριστα (antíchrista)
vocative αντίχριστε (antíchriste) αντίχριστη (antíchristi) αντίχριστο (antíchristo) αντίχριστοι (antíchristoi) αντίχριστες (antíchristes) αντίχριστα (antíchrista)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]