αντίχριστου
Appearance
See also: Αντίχριστου and Αντιχρίστου
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντίχριστου • (antíchristou)
- genitive masculine singular of αντίχριστος (antíchristos)
- genitive neuter singular of αντίχριστος (antíchristos)
αντίχριστου • (antíchristou)