ανεξόφλητος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αξόφλητος (axóflitos)
Adjective
[edit]ανεξόφλητος • (anexóflitos) m (feminine ανεξόφλητη, neuter ανεξόφλητο)
- not cashed, uncashed, unredeemed, not exchanged
- Synonym: ανεξαργύρωτος (anexargýrotos)
- unpaid, unsettled (money owing)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεξόφλητος (anexóflitos) | ανεξόφλητη (anexófliti) | ανεξόφλητο (anexóflito) | ανεξόφλητοι (anexóflitoi) | ανεξόφλητες (anexóflites) | ανεξόφλητα (anexóflita) | |
genitive | ανεξόφλητου (anexóflitou) | ανεξόφλητης (anexóflitis) | ανεξόφλητου (anexóflitou) | ανεξόφλητων (anexófliton) | ανεξόφλητων (anexófliton) | ανεξόφλητων (anexófliton) | |
accusative | ανεξόφλητο (anexóflito) | ανεξόφλητη (anexófliti) | ανεξόφλητο (anexóflito) | ανεξόφλητους (anexóflitous) | ανεξόφλητες (anexóflites) | ανεξόφλητα (anexóflita) | |
vocative | ανεξόφλητε (anexóflite) | ανεξόφλητη (anexófliti) | ανεξόφλητο (anexóflito) | ανεξόφλητοι (anexóflitoi) | ανεξόφλητες (anexóflites) | ανεξόφλητα (anexóflita) |