Jump to content

ανεξόφλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ανεξόφλητος (anexóflitosm (feminine ανεξόφλητη, neuter ανεξόφλητο)

  1. not cashed, uncashed, unredeemed, not exchanged
    Synonym: ανεξαργύρωτος (anexargýrotos)
  2. unpaid, unsettled (money owing)

Declension

[edit]
Declension of ανεξόφλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξόφλητος (anexóflitos) ανεξόφλητη (anexófliti) ανεξόφλητο (anexóflito) ανεξόφλητοι (anexóflitoi) ανεξόφλητες (anexóflites) ανεξόφλητα (anexóflita)
genitive ανεξόφλητου (anexóflitou) ανεξόφλητης (anexóflitis) ανεξόφλητου (anexóflitou) ανεξόφλητων (anexófliton) ανεξόφλητων (anexófliton) ανεξόφλητων (anexófliton)
accusative ανεξόφλητο (anexóflito) ανεξόφλητη (anexófliti) ανεξόφλητο (anexóflito) ανεξόφλητους (anexóflitous) ανεξόφλητες (anexóflites) ανεξόφλητα (anexóflita)
vocative ανεξόφλητε (anexóflite) ανεξόφλητη (anexófliti) ανεξόφλητο (anexóflito) ανεξόφλητοι (anexóflitoi) ανεξόφλητες (anexóflites) ανεξόφλητα (anexóflita)