Jump to content

ανεξαργύρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ne.ksaɾˈʝi.ɾo.tos/
  • Hyphenation: α‧νε‧ξαρ‧γύ‧ρω‧τος

Adjective

[edit]

ανεξαργύρωτος (anexargýrotosm (feminine ανεξαργύρωτη, neuter ανεξαργύρωτο)

  1. not cashed, uncashed, not exchanged
    Synonym: ανεξόφλητος (anexóflitos)

Declension

[edit]
Declension of ανεξαργύρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξαργύρωτος (anexargýrotos) ανεξαργύρωτη (anexargýroti) ανεξαργύρωτο (anexargýroto) ανεξαργύρωτοι (anexargýrotoi) ανεξαργύρωτες (anexargýrotes) ανεξαργύρωτα (anexargýrota)
genitive ανεξαργύρωτου (anexargýrotou) ανεξαργύρωτης (anexargýrotis) ανεξαργύρωτου (anexargýrotou) ανεξαργύρωτων (anexargýroton) ανεξαργύρωτων (anexargýroton) ανεξαργύρωτων (anexargýroton)
accusative ανεξαργύρωτο (anexargýroto) ανεξαργύρωτη (anexargýroti) ανεξαργύρωτο (anexargýroto) ανεξαργύρωτους (anexargýrotous) ανεξαργύρωτες (anexargýrotes) ανεξαργύρωτα (anexargýrota)
vocative ανεξαργύρωτε (anexargýrote) ανεξαργύρωτη (anexargýroti) ανεξαργύρωτο (anexargýroto) ανεξαργύρωτοι (anexargýrotoi) ανεξαργύρωτες (anexargýrotes) ανεξαργύρωτα (anexargýrota)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]