From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ἐξαργυρόω ( exarguróō ) , ἐξαργυρῶ ( exargurô ) .
IPA (key ) : /e.ksaɾ.ʝiˈɾo.no/
Hyphenation: ε‧ξαρ‧γυ‧ρώ‧νω
Old Hyphenation: εξ‧αρ‧γυ‧ρώ‧νω
εξαργυρώνω • (exargyróno ) (past εξαργύρωσα , passive εξαργυρώνομαι , p‑past εξαργυρώθηκα , ppp εξαργυρωμένος )
to cash , redeem ( a cheque, a coupon, etc. )
εξαργυρώνω εξαργυρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξαργυρώνω
εξαργυρώσω
εξαργυρώνομαι
εξαργυρωθώ
2 sg
εξαργυρώνεις
εξαργυρώσεις
εξαργυρώνεσαι
εξαργυρωθείς
3 sg
εξαργυρώνει
εξαργυρώσει
εξαργυρώνεται
εξαργυρωθεί
1 pl
εξαργυρώνουμε , [‑ομε ]
εξαργυρώσουμε , [‑ομε ]
εξαργυρωνόμαστε
εξαργυρωθούμε
2 pl
εξαργυρώνετε
εξαργυρώσετε
εξαργυρώνεστε , εξαργυρωνόσαστε
εξαργυρωθείτε
3 pl
εξαργυρώνουν (ε )
εξαργυρώσουν (ε )
εξαργυρώνονται
εξαργυρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξαργύρωνα
εξαργύρωσα
εξαργυρωνόμουν (α )
εξαργυρώθηκα
2 sg
εξαργύρωνες
εξαργύρωσες
εξαργυρωνόσουν (α )
εξαργυρώθηκες
3 sg
εξαργύρωνε
εξαργύρωσε
εξαργυρωνόταν (ε )
εξαργυρώθηκε
1 pl
εξαργυρώναμε
εξαργυρώσαμε
εξαργυρωνόμασταν , (‑όμαστε )
εξαργυρωθήκαμε
2 pl
εξαργυρώνατε
εξαργυρώσατε
εξαργυρωνόσασταν , (‑όσαστε )
εξαργυρωθήκατε
3 pl
εξαργύρωναν , εξαργυρώναν (ε )
εξαργύρωσαν , εξαργυρώσαν (ε )
εξαργυρώνονταν , (εξαργυρωνόντουσαν )
εξαργυρώθηκαν , εξαργυρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξαργυρώνω ➤
θα εξαργυρώσω ➤
θα εξαργυρώνομαι ➤
θα εξαργυρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξαργυρώνεις , …
θα εξαργυρώσεις , …
θα εξαργυρώνεσαι , …
θα εξαργυρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξαργυρώσει έχω, έχεις, … εξαργυρμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξαργυρωθεί είμαι , είσαι , … εξαργυρμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξαργυρώσει είχα, είχες, … εξαργυρμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξαργυρωθεί ήμουν , ήσουν , … εξαργυρμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εξαργυρώσει θα έχω, θα έχεις, … εξαργυρμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξαργυρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξαργυρμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εξαργύρωνε
εξαργύρωσε
—
εξαργυρώσου
2 pl
εξαργυρώνετε
εξαργυρώστε
εξαργυρώνεστε
εξαργυρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξαργυρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εξαργυρώσει ➤
εξαργυρμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξαργυρώσει
εξαργυρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.