Jump to content

αξόφλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξόφλητος (axóflitosm (feminine αξόφλητη, neuter αξόφλητο)

  1. Alternative form of ανεξόφλητος (anexóflitos)

Declension

[edit]
Declension of αξόφλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξόφλητος (axóflitos) αξόφλητη (axófliti) αξόφλητο (axóflito) αξόφλητοι (axóflitoi) αξόφλητες (axóflites) αξόφλητα (axóflita)
genitive αξόφλητου (axóflitou) αξόφλητης (axóflitis) αξόφλητου (axóflitou) αξόφλητων (axófliton) αξόφλητων (axófliton) αξόφλητων (axófliton)
accusative αξόφλητο (axóflito) αξόφλητη (axófliti) αξόφλητο (axóflito) αξόφλητους (axóflitous) αξόφλητες (axóflites) αξόφλητα (axóflita)
vocative αξόφλητε (axóflite) αξόφλητη (axófliti) αξόφλητο (axóflito) αξόφλητοι (axóflitoi) αξόφλητες (axóflites) αξόφλητα (axóflita)