Jump to content

ανεκδιήγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεκδιήγητος (anekdiígitosm (feminine ανεκδιήγητη, neuter ανεκδιήγητο)

  1. indescribable
    Synonyms: απερίγραπτος (aperígraptos), αμολόητος (amolóitos), ανεκλάλητος (aneklálitos)
    ανεκδιήγητα βάσαναanekdiígita vásanaindescribable suffering

Declension

[edit]
Declension of ανεκδιήγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκδιήγητος (anekdiígitos) ανεκδιήγητη (anekdiígiti) ανεκδιήγητο (anekdiígito) ανεκδιήγητοι (anekdiígitoi) ανεκδιήγητες (anekdiígites) ανεκδιήγητα (anekdiígita)
genitive ανεκδιήγητου (anekdiígitou) ανεκδιήγητης (anekdiígitis) ανεκδιήγητου (anekdiígitou) ανεκδιήγητων (anekdiígiton) ανεκδιήγητων (anekdiígiton) ανεκδιήγητων (anekdiígiton)
accusative ανεκδιήγητο (anekdiígito) ανεκδιήγητη (anekdiígiti) ανεκδιήγητο (anekdiígito) ανεκδιήγητους (anekdiígitous) ανεκδιήγητες (anekdiígites) ανεκδιήγητα (anekdiígita)
vocative ανεκδιήγητε (anekdiígite) ανεκδιήγητη (anekdiígiti) ανεκδιήγητο (anekdiígito) ανεκδιήγητοι (anekdiígitoi) ανεκδιήγητες (anekdiígites) ανεκδιήγητα (anekdiígita)