αμολόητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αμολόητος (amolóitosm (feminine αμολόητη, neuter αμολόητο) (dialectal)

  1. (regional) dialectal form of αμολόγητος (amológitos), form of ανομολόγητος (anomológitos): indescribable, unspeakable

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμολόητος (amolóitos) αμολόητη (amolóiti) αμολόητο (amolóito) αμολόητοι (amolóitoi) αμολόητες (amolóites) αμολόητα (amolóita)
genitive αμολόητου (amolóitou) αμολόητης (amolóitis) αμολόητου (amolóitou) αμολόητων (amolóiton) αμολόητων (amolóiton) αμολόητων (amolóiton)
accusative αμολόητο (amolóito) αμολόητη (amolóiti) αμολόητο (amolóito) αμολόητους (amolóitous) αμολόητες (amolóites) αμολόητα (amolóita)
vocative αμολόητε (amolóite) αμολόητη (amolóiti) αμολόητο (amolóito) αμολόητοι (amolóitoi) αμολόητες (amolóites) αμολόητα (amolóita)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]