Jump to content

ανείπωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανείπωτος (aneípotosm (feminine ανείπωτη, neuter ανείπωτο)

  1. unspeakable, inexpressible, ineffable, untold

Declension

[edit]
Declension of ανείπωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανείπωτος (aneípotos) ανείπωτη (aneípoti) ανείπωτο (aneípoto) ανείπωτοι (aneípotoi) ανείπωτες (aneípotes) ανείπωτα (aneípota)
genitive ανείπωτου (aneípotou) ανείπωτης (aneípotis) ανείπωτου (aneípotou) ανείπωτων (aneípoton) ανείπωτων (aneípoton) ανείπωτων (aneípoton)
accusative ανείπωτο (aneípoto) ανείπωτη (aneípoti) ανείπωτο (aneípoto) ανείπωτους (aneípotous) ανείπωτες (aneípotes) ανείπωτα (aneípota)
vocative ανείπωτε (aneípote) ανείπωτη (aneípoti) ανείπωτο (aneípoto) ανείπωτοι (aneípotoi) ανείπωτες (aneípotes) ανείπωτα (aneípota)