Jump to content

ανομολόγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανομολόγητος (anomológitosm (feminine ανομολόγητη, neuter ανομολόγητο)

  1. unmentionable
  2. indescribable

Declension

[edit]
Declension of ανομολόγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανομολόγητος (anomológitos) ανομολόγητη (anomológiti) ανομολόγητο (anomológito) ανομολόγητοι (anomológitoi) ανομολόγητες (anomológites) ανομολόγητα (anomológita)
genitive ανομολόγητου (anomológitou) ανομολόγητης (anomológitis) ανομολόγητου (anomológitou) ανομολόγητων (anomológiton) ανομολόγητων (anomológiton) ανομολόγητων (anomológiton)
accusative ανομολόγητο (anomológito) ανομολόγητη (anomológiti) ανομολόγητο (anomológito) ανομολόγητους (anomológitous) ανομολόγητες (anomológites) ανομολόγητα (anomológita)
vocative ανομολόγητε (anomológite) ανομολόγητη (anomológiti) ανομολόγητο (anomológito) ανομολόγητοι (anomológitoi) ανομολόγητες (anomológites) ανομολόγητα (anomológita)