ανασύνδεση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανασύνδεση • (anasýndesi) f (plural ανασυνδέσεις)
Declension
[edit]Declension of ανασύνδεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανασύνδεση • | ανασυνδέσεις • | |
genitive | ανασύνδεσης • | ανασυνδέσεων • | |
accusative | ανασύνδεση • | ανασυνδέσεις • | |
vocative | ανασύνδεση • | ανασυνδέσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανασυνδέσεως • |
Related terms
[edit]- ανασυνδέω (anasyndéo, “to reconnect”)