From Wiktionary, the free dictionary
ανα- ( ana- , “ re ” ) + συνδέω ( syndéo , “ to connect ” )
ανασυνδέω • (anasyndéo ) (past ανασυνέδεσα , passive ανασυνδέομαι )
to reconnect , renew
ανασυνδέω ανασυνδέομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ανασυνδέω
ανασυνδέσω
ανασυνδέομαι
ανασυνδεθώ
2 sg
ανασυνδέεις
ανασυνδέσεις
ανασυνδέεσαι
ανασυνδεθείς
3 sg
ανασυνδέει
ανασυνδέσει
ανασυνδέεται
ανασυνδεθεί
1 pl
ανασυνδέουμε , [‑ομε ]
ανασυνδέσουμε , [‑ομε ]
ανασυνδεόμαστε
ανασυνδεθούμε
2 pl
ανασυνδέετε
ανασυνδέσετε
ανασυνδέεστε , ανασυνδεόσαστε
ανασυνδεθείτε
3 pl
ανασυνδέουν (ε )
ανασυνδέσουν (ε )
ανασυνδέονται
ανασυνδεθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανασυνέδεα
ανασυνέδεσα , ανασύνδεσα
ανασυνδεόμουν (α )
ανασυνδέθηκα
2 sg
ανασυνέδεες
ανασυνέδεσες , ανασύνδεσες
ανασυνδεόσουν (α )
ανασυνδέθηκες
3 sg
ανασυνέδεε
ανασυνέδεσε , ανασύνδεσε
ανασυνδεόταν (ε )
ανασυνδέθηκε
1 pl
ανασυνδέαμε
ανασυνδέσαμε
ανασυνδεόμασταν , (‑όμαστε )
ανασυνδεθήκαμε
2 pl
ανασυνδέατε
ανασυνδέσατε
ανασυνδεόσασταν , (‑όσαστε )
ανασυνδεθήκατε
3 pl
ανασυνέδεαν , ανασυνδέαν (ε )
ανασυνέδεσαν , ανασυνδέσαν (ε ), ανασύνδεσαν
ανασυνδέονταν , (ανασυνδεόντουσαν )
ανασυνδέθηκαν , ανασυνδεθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ανασυνδέω ➤
θα ανασυνδέσω ➤
θα ανασυνδέομαι ➤
θα ανασυνδεθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ανασυνδέεις , …
θα ανασυνδέσεις , …
θα ανασυνδέεσαι , …
θα ανασυνδεθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ανασυνδέσει έχω, έχεις, … ανασυνδεδεμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ανασυνδεθεί είμαι , είσαι , … ανασυνδεδεμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ανασυνδέσει είχα, είχες, … ανασυνδεδεμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ανασυνδεθεί ήμουν , ήσουν , … ανασυνδεδεμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ανασυνδέσει θα έχω, θα έχεις, … ανασυνδεδεμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ανασυνδεθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανασυνδεδεμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ανασύνδεε
ανασύνδεσε
—
ανασυνδέσου
2 pl
ανασυνδέετε
ανασυνδέστε
ανασυνδέεστε
ανασυνδεθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ανασυνδέοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ανασυνδέσει ➤
ανασυνδεδεμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ανασυνδέσει
ανασυνδεθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: συνδέω ( syndéo , “ to associate, to connect ” )