Jump to content

ανασυγκρότηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανασυγκρότηση (anasygkrótisif (plural ανασυγκροτήσεις)

  1. (economics) reconstruction, reorganisation (UK), reorganization (US)
  2. (military) regrouping, re-formation

Declension

[edit]
Declension of ανασυγκρότηση
singular plural
nominative ανασυγκρότηση (anasygkrótisi) ανασυγκροτήσεις (anasygkrotíseis)
genitive ανασυγκρότησης (anasygkrótisis) ανασυγκροτήσεων (anasygkrotíseon)
accusative ανασυγκρότηση (anasygkrótisi) ανασυγκροτήσεις (anasygkrotíseis)
vocative ανασυγκρότηση (anasygkrótisi) ανασυγκροτήσεις (anasygkrotíseis)

Older or formal genitive singular: ανασυγκροτήσεως (anasygkrotíseos)

[edit]