From Wiktionary, the free dictionary
ανα- ( “ again, re- ” ) + συγκροτώ ( “ form, compose ” )
IPA (key ) : /a.na.siŋ.ɡɾoˈto/
Hyphenation: α‧να‧συ‧γκρο‧τώ
ανασυγκροτώ • (anasygkrotó ) (past ανασυγκρότησα , passive ανασυγκροτούμαι )
( economics ) to rebuild , reconstruct
( military ) to re-form , regroup , reorganise
ανασυγκροτώ , ανασυγκροτούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ανασυγκροτώ
ανασυγκροτήσω
ανασυγκροτούμαι
ανασυγκροτηθώ
2 sg
ανασυγκροτείς
ανασυγκροτήσεις
ανασυγκροτείσαι
ανασυγκροτηθείς
3 sg
ανασυγκροτεί
ανασυγκροτήσει
ανασυγκροτείται
ανασυγκροτηθεί
1 pl
ανασυγκροτούμε
ανασυγκροτήσουμε , [-ομε ]
ανασυγκροτούμαστε
ανασυγκροτηθούμε
2 pl
ανασυγκροτείτε
ανασυγκροτήσετε
ανασυγκροτείστε
ανασυγκροτηθείτε
3 pl
ανασυγκροτούν (ε )
ανασυγκροτήσουν (ε )
ανασυγκροτούνται
ανασυγκροτηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανασυγκροτούσα
ανασυγκρότησα
ανασυγκροτούμουν - (ανασυγκροτιόμουν (α ))1
ανασυγκροτήθηκα
2 sg
ανασυγκροτούσες
ανασυγκρότησες
[ανασυγκροτούσουν ] - (ανασυγκροτιόσουν (α ))
ανασυγκροτήθηκες
3 sg
ανασυγκροτούσε
ανασυγκρότησε
ανασυγκροτούνταν , {ανασυγκροτείτο }, {ανασυνεκροτείτο } - (ανασυγκροτιόταν (ε ))
ανασυγκροτήθηκε
1 pl
ανασυγκροτούσαμε
ανασυγκροτήσαμε
ανασυγκροτούμασταν , (‑ούμαστε ) - (ανασυγκροτιόμασταν , (‑όμαστε ))
ανασυγκροτηθήκαμε
2 pl
ανασυγκροτούσατε
ανασυγκροτήσατε
[ανασυγκροτούσασταν , (‑ούσαστε )] - (ανασυγκροτιόσασταν , (‑όσαστε ))
ανασυγκροτηθήκατε
3 pl
ανασυγκροτούσαν (ε )
ανασυγκρότησαν , ανασυγκροτήσαν (ε )
ανασυγκροτούνταν , {ανασυγκροτούντο }, {ανασυνεκροτούντο } - (ανασυγκροτιόνταν (ε ), ανασυγκροτιόντουσαν , ανασυγκροτιούνταν )
ανασυγκροτήθηκαν , ανασυγκροτηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ανασυγκροτώ ➤
θα ανασυγκροτήσω ➤
θα ανασυγκροτούμαι ➤
θα ανασυγκροτηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ανασυγκροτείς , …
θα ανασυγκροτήσεις , …
θα ανασυγκροτείσαι , …
θα ανασυγκροτηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ανασυγκροτήσει έχω, έχεις, … ανασυγκροτημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ανασυγκροτηθεί είμαι , είσαι , … ανασυγκροτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ανασυγκροτήσει είχα, είχες, … ανασυγκροτημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ανασυγκροτηθεί ήμουν , ήσουν , … ανασυγκροτημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ανασυγκροτήσει θα έχω, θα έχεις, … ανασυγκροτημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ανασυγκροτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανασυγκροτημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ανασυγκρότησε
—
ανασυγκροτήσου
2 pl
ανασυγκροτείτε
ανασυγκροτήστε
ανασυγκροτείστε
ανασυγκροτηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ανασυγκροτώντας ➤
ανασυγκροτούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ανασυγκροτήσει ➤
ανασυγκροτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ανασυγκροτήσει
ανασυγκροτηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Also colloquial imperfect ανασυγκροτιόμουν as in the -άω, -ώ verbs. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: κροτώ ( krotó , “ to make rattle ” ) and κρότος m ( krótos , “ rattling sound ” ) (κρούω ( kroúo , “ strike ” ) is different)