Jump to content

αναστρέψιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.naˈstɾe.psi.mos/
  • Hyphenation: α‧να‧στρέ‧ψι‧μος

Adjective

[edit]

αναστρέψιμος (anastrépsimosm (feminine αναστρέψιμη, neuter αναστρέψιμο)

  1. reversible, correctable
    Synonym: ανατρέψιμος (anatrépsimos)

Declension

[edit]
Declension of αναστρέψιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναστρέψιμος (anastrépsimos) αναστρέψιμη (anastrépsimi) αναστρέψιμο (anastrépsimo) αναστρέψιμοι (anastrépsimoi) αναστρέψιμες (anastrépsimes) αναστρέψιμα (anastrépsima)
genitive αναστρέψιμου (anastrépsimou) αναστρέψιμης (anastrépsimis) αναστρέψιμου (anastrépsimou) αναστρέψιμων (anastrépsimon) αναστρέψιμων (anastrépsimon) αναστρέψιμων (anastrépsimon)
accusative αναστρέψιμο (anastrépsimo) αναστρέψιμη (anastrépsimi) αναστρέψιμο (anastrépsimo) αναστρέψιμους (anastrépsimous) αναστρέψιμες (anastrépsimes) αναστρέψιμα (anastrépsima)
vocative αναστρέψιμε (anastrépsime) αναστρέψιμη (anastrépsimi) αναστρέψιμο (anastrépsimo) αναστρέψιμοι (anastrépsimoi) αναστρέψιμες (anastrépsimes) αναστρέψιμα (anastrépsima)
[edit]