ανατρέψιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανατρέψιμος • (anatrépsimos) m (feminine ανατρέψιμη, neuter ανατρέψιμο)
- reversible, correctable
- Synonym: αναστρέψιμος (anastrépsimos)
Declension
[edit]Declension of ανατρέψιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατρέψιμος • | ανατρέψιμη • | ανατρέψιμο • | ανατρέψιμοι • | ανατρέψιμες • | ανατρέψιμα • |
genitive | ανατρέψιμου • | ανατρέψιμης • | ανατρέψιμου • | ανατρέψιμων • | ανατρέψιμων • | ανατρέψιμων • |
accusative | ανατρέψιμο • | ανατρέψιμη • | ανατρέψιμο • | ανατρέψιμους • | ανατρέψιμες • | ανατρέψιμα • |
vocative | ανατρέψιμε • | ανατρέψιμη • | ανατρέψιμο • | ανατρέψιμοι • | ανατρέψιμες • | ανατρέψιμα • |