Jump to content

ανατρέψιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανατρέψιμος (anatrépsimosm (feminine ανατρέψιμη, neuter ανατρέψιμο)

  1. reversible, correctable
    Synonym: αναστρέψιμος (anastrépsimos)

Declension

[edit]
Declension of ανατρέψιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανατρέψιμος (anatrépsimos) ανατρέψιμη (anatrépsimi) ανατρέψιμο (anatrépsimo) ανατρέψιμοι (anatrépsimoi) ανατρέψιμες (anatrépsimes) ανατρέψιμα (anatrépsima)
genitive ανατρέψιμου (anatrépsimou) ανατρέψιμης (anatrépsimis) ανατρέψιμου (anatrépsimou) ανατρέψιμων (anatrépsimon) ανατρέψιμων (anatrépsimon) ανατρέψιμων (anatrépsimon)
accusative ανατρέψιμο (anatrépsimo) ανατρέψιμη (anatrépsimi) ανατρέψιμο (anatrépsimo) ανατρέψιμους (anatrépsimous) ανατρέψιμες (anatrépsimes) ανατρέψιμα (anatrépsima)
vocative ανατρέψιμε (anatrépsime) ανατρέψιμη (anatrépsimi) ανατρέψιμο (anatrépsimo) ανατρέψιμοι (anatrépsimoi) ανατρέψιμες (anatrépsimes) ανατρέψιμα (anatrépsima)