Jump to content

ανασταλτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανασταλτικός (anastaltikósm (feminine ανασταλτική, neuter ανασταλτικό)

  1. inhibitory, inhibiting, deterring
    Synonym: ανασχετικός (anaschetikós)
    ανασταλτικός παράγονταςanastaltikós parágontasinhibiting factor, inhibitor
  2. checking, restraining
    ανασταλτικό βέτοanastaltikó vétorestraining veto

Declension

[edit]
Declension of ανασταλτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανασταλτικός (anastaltikós) ανασταλτική (anastaltikí) ανασταλτικό (anastaltikó) ανασταλτικοί (anastaltikoí) ανασταλτικές (anastaltikés) ανασταλτικά (anastaltiká)
genitive ανασταλτικού (anastaltikoú) ανασταλτικής (anastaltikís) ανασταλτικού (anastaltikoú) ανασταλτικών (anastaltikón) ανασταλτικών (anastaltikón) ανασταλτικών (anastaltikón)
accusative ανασταλτικό (anastaltikó) ανασταλτική (anastaltikí) ανασταλτικό (anastaltikó) ανασταλτικούς (anastaltikoús) ανασταλτικές (anastaltikés) ανασταλτικά (anastaltiká)
vocative ανασταλτικέ (anastaltiké) ανασταλτική (anastaltikí) ανασταλτικό (anastaltikó) ανασταλτικοί (anastaltikoí) ανασταλτικές (anastaltikés) ανασταλτικά (anastaltiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανασταλτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανασταλτικός, etc.)

Coordinate terms

[edit]
[edit]