Jump to content

ανασχετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανασχετικός (anaschetikósm (feminine ανασχετική, neuter ανασχετικό)

  1. deterring, deterrent
    Synonym: ανασταλτικός (anastaltikós)

Declension

[edit]
Declension of ανασχετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανασχετικός (anaschetikós) ανασχετική (anaschetikí) ανασχετικό (anaschetikó) ανασχετικοί (anaschetikoí) ανασχετικές (anaschetikés) ανασχετικά (anaschetiká)
genitive ανασχετικού (anaschetikoú) ανασχετικής (anaschetikís) ανασχετικού (anaschetikoú) ανασχετικών (anaschetikón) ανασχετικών (anaschetikón) ανασχετικών (anaschetikón)
accusative ανασχετικό (anaschetikó) ανασχετική (anaschetikí) ανασχετικό (anaschetikó) ανασχετικούς (anaschetikoús) ανασχετικές (anaschetikés) ανασχετικά (anaschetiká)
vocative ανασχετικέ (anaschetiké) ανασχετική (anaschetikí) ανασχετικό (anaschetikó) ανασχετικοί (anaschetikoí) ανασχετικές (anaschetikés) ανασχετικά (anaschetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανασχετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανασχετικός, etc.)

[edit]