Jump to content

αναπόσπαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπόσπαστος (anapóspastosm (feminine αναπόσπαστη, neuter αναπόσπαστο)

  1. integral (of one piece)
  2. inseparable, nondetachable

Declension

[edit]
Declension of αναπόσπαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπόσπαστος (anapóspastos) αναπόσπαστη (anapóspasti) αναπόσπαστο (anapóspasto) αναπόσπαστοι (anapóspastoi) αναπόσπαστες (anapóspastes) αναπόσπαστα (anapóspasta)
genitive αναπόσπαστου (anapóspastou) αναπόσπαστης (anapóspastis) αναπόσπαστου (anapóspastou) αναπόσπαστων (anapóspaston) αναπόσπαστων (anapóspaston) αναπόσπαστων (anapóspaston)
accusative αναπόσπαστο (anapóspasto) αναπόσπαστη (anapóspasti) αναπόσπαστο (anapóspasto) αναπόσπαστους (anapóspastous) αναπόσπαστες (anapóspastes) αναπόσπαστα (anapóspasta)
vocative αναπόσπαστε (anapóspaste) αναπόσπαστη (anapóspasti) αναπόσπαστο (anapóspasto) αναπόσπαστοι (anapóspastoi) αναπόσπαστες (anapóspastes) αναπόσπαστα (anapóspasta)

Synonyms

[edit]
[edit]