Jump to content

αναπολόγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀναπολόγητος (anapológētos, without excuse or defence).

Adjective

[edit]

αναπολόγητος (anapológitosm (feminine αναπολόγητη, neuter αναπολόγητο)

  1. undefended
  2. without a hearing

Declension

[edit]
Declension of αναπολόγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπολόγητος (anapológitos) αναπολόγητη (anapológiti) αναπολόγητο (anapológito) αναπολόγητοι (anapológitoi) αναπολόγητες (anapológites) αναπολόγητα (anapológita)
genitive αναπολόγητου (anapológitou) αναπολόγητης (anapológitis) αναπολόγητου (anapológitou) αναπολόγητων (anapológiton) αναπολόγητων (anapológiton) αναπολόγητων (anapológiton)
accusative αναπολόγητο (anapológito) αναπολόγητη (anapológiti) αναπολόγητο (anapológito) αναπολόγητους (anapológitous) αναπολόγητες (anapológites) αναπολόγητα (anapológita)
vocative αναπολόγητε (anapológite) αναπολόγητη (anapológiti) αναπολόγητο (anapológito) αναπολόγητοι (anapológitoi) αναπολόγητες (anapológites) αναπολόγητα (anapológita)
[edit]