From Wiktionary, the free dictionary
From ανάποδα ( anápoda , “ upside down ” ) + Koine Greek γυρίζω ( gurízō , “ to turn ” ) .
αναποδογυρίζω • (anapodogyrízo ) (past αναποδογύρισα , passive αναποδογυρίζομαι )
to overturn , turn upside down , turn over
to capsize , upset
αναποδογυρίζω αναποδογυρίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναποδογυρίζω
αναποδογυρίσω
αναποδογυρίζομαι
αναποδογυριστώ
2 sg
αναποδογυρίζεις
αναποδογυρίσεις
αναποδογυρίζεσαι
αναποδογυριστείς
3 sg
αναποδογυρίζει
αναποδογυρίσει
αναποδογυρίζεται
αναποδογυριστεί
1 pl
αναποδογυρίζουμε , [‑ομε ]
αναποδογυρίσουμε , [‑ομε ]
αναποδογυριζόμαστε
αναποδογυριστούμε
2 pl
αναποδογυρίζετε
αναποδογυρίσετε
αναποδογυρίζεστε , αναποδογυριζόσαστε
αναποδογυριστείτε
3 pl
αναποδογυρίζουν (ε )
αναποδογυρίσουν (ε )
αναποδογυρίζονται
αναποδογυριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναποδογύριζα
αναποδογύρισα
αναποδογυριζόμουν (α )
αναποδογυρίστηκα
2 sg
αναποδογύριζες
αναποδογύρισες
αναποδογυριζόσουν (α )
αναποδογυρίστηκες
3 sg
αναποδογύριζε
αναποδογύρισε
αναποδογυριζόταν (ε )
αναποδογυρίστηκε
1 pl
αναποδογυρίζαμε
αναποδογυρίσαμε
αναποδογυριζόμασταν , (‑όμαστε )
αναποδογυριστήκαμε
2 pl
αναποδογυρίζατε
αναποδογυρίσατε
αναποδογυριζόσασταν , (‑όσαστε )
αναποδογυριστήκατε
3 pl
αναποδογύριζαν , αναποδογυρίζαν (ε )
αναποδογύρισαν , αναποδογυρίσαν (ε )
αναποδογυρίζονταν , (αναποδογυριζόντουσαν )
αναποδογυρίστηκαν , αναποδογυριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναποδογυρίζω ➤
θα αναποδογυρίσω ➤
θα αναποδογυρίζομαι ➤
θα αναποδογυριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναποδογυρίζεις , …
θα αναποδογυρίσεις , …
θα αναποδογυρίζεσαι , …
θα αναποδογυριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναποδογυρίσει έχω, έχεις, … αναποδογυρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναποδογυριστεί είμαι , είσαι , … αναποδογυρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναποδογυρίσει είχα, είχες, … αναποδογυρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναποδογυριστεί ήμουν , ήσουν , … αναποδογυρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναποδογυρίσει θα έχω, θα έχεις, … αναποδογυρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναποδογυριστεί θα είμαι, θα είσαι, … αναποδογυρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναποδογύριζε
αναποδογύρισε
—
αναποδογυρίσου
2 pl
αναποδογυρίζετε
αναποδογυρίστε
αναποδογυρίζεστε
αναποδογυριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναποδογυρίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναποδογυρίσει ➤
αναποδογυρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναποδογυρίσει
αναποδογυριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: γυρίζω ( gyrízo , “ to turn ” )