Jump to content

αναπλειστηριάστηκα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αναπλειστηριάστηκα (anapleistiriástika)

  1. first-person singular simple past passive of αναπλειστηριάζομαι (anapleistiriázomai), the passive of αναπλειστηριάζω (anapleistiriázo)