αναπλειστηριάστηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναπλειστηριάστηκα • (anapleistiriástika)
- first-person singular simple past passive of αναπλειστηριάζομαι (anapleistiriázomai), the passive of αναπλειστηριάζω (anapleistiriázo)
αναπλειστηριάστηκα • (anapleistiriástika)