Jump to content

αναπλειστηριάζω

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ανα- (again) +‎ πλειστηριάζω (auction)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.pli.sti.riˈa.zo/
  • Hyphenation: α‧να‧πλει‧στη‧ρι‧ά‧ζω

Verb

[edit]

αναπλειστηριάζω (anapleistiriázo) (past αναπλειστηρίασα, passive αναπλειστηριάζομαι)

  1. to reauction, re-auction

Conjugation

[edit]
[edit]

References

[edit]