αναπλειστηριάζομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αναπλειστηριάζομαι • (anapleistiriázomai) passive (past αναπλειστηριάστηκα, active αναπλειστηριάζω)
- passive of αναπλειστηριάζω (anapleistiriázo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αναπλειστηριάζω (anapleistiriázo)