Jump to content

πλείστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek πλεῖστος, superlative of πολύς (polús, much, many).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈpli.stos/
  • Hyphenation: πλεί‧στος

Adjective

[edit]

πλείστος (pleístosm (feminine πλείστη, neuter πλείστο)

  1. (formal) many, most

Declension

[edit]
Declension of πλείστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλείστος (pleístos) πλείστη (pleísti) πλείστο (pleísto) πλείστοι (pleístoi) πλείστες (pleístes) πλείστα (pleísta)
genitive πλείστου (pleístou) πλείστης (pleístis) πλείστου (pleístou) πλείστων (pleíston) πλείστων (pleíston) πλείστων (pleíston)
accusative πλείστο (pleísto) πλείστη (pleísti) πλείστο (pleísto) πλείστους (pleístous) πλείστες (pleístes) πλείστα (pleísta)
vocative πλείστε (pleíste) πλείστη (pleísti) πλείστο (pleísto) πλείστοι (pleístoi) πλείστες (pleístes) πλείστα (pleísta)

Derived terms

[edit]

Learned expressions:

[edit]