πλείστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek πλεῖστος, superlative of πολύς (polús, “much, many”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πλείστος • (pleístos) m (feminine πλείστη, neuter πλείστο)
Declension
[edit]Declension of πλείστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλείστος • | πλείστη • | πλείστο • | πλείστοι • | πλείστες • | πλείστα • |
genitive | πλείστου • | πλείστης • | πλείστου • | πλείστων • | πλείστων • | πλείστων • |
accusative | πλείστο • | πλείστη • | πλείστο • | πλείστους • | πλείστες • | πλείστα • |
vocative | πλείστε • | πλείστη • | πλείστο • | πλείστοι • | πλείστες • | πλείστα • |
Derived terms
[edit]Learned expressions:
- κατά το πλείστον (katá to pleíston, “in most cases, frequently”)
- πλείστοι όσοι m pl (pleístoi ósoi, “many -with emphasis-”), πλείστες όσες f pl, πλείστα όσα n pl
- ως επί το πλείστον (os epí to pleíston, “in most cases, frequently”)
Related terms
[edit]- πλειστάκις (pleistákis, “often”, adverb) (learned)
- πλειστηριάζω (pleistiriázo, “I auction”) & compounds
- πλειστόκαινος (pleistókainos, “pleistocene”) (geology)